- εξατομικεύομαι
- εξατομικεύομαι, εξατομικεύτηκα και εξατομικεύθηκα, εξατομικευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ατομικεύω — 1. προσδίδω σε κάποιον ή κάτι ιδιαίτερη ατομικότητα, κάνοντάς το να διακρίνεται από τα ομοειδή προς αυτό 2. αποχωρίζω κάτι από μία ομάδα και το εμφανίζω ως ξεχωριστό και ιδιότυπο εξαίροντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του 3. αποκτώ ατομικότητα,… … Dictionary of Greek